- ψυχρός
- -ή, -ό / ψυχρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και ψυχθρός και ομηρ. τ. θηλ. -ή Α1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, κρύος (α. «ψυχρός άνεμος» β. «ψυχρό κλίμα» γ. «αὔρη δ' ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει ἠῶθι πρό», Ομ. Οδ., δ. «εἰς ὕδωρ ψυχρὸν σφᾶς αὐτοὺς ῥίπτειν», Θουκ.)2. (για συναισθηματική κατάσταση) απαθής, αδιάφορος3. (για εκδήλωση) αυτός που γίνεται χωρίς προθυμία, χωρίς ζήλο (α. «ψυχρή υποδοχή» β. «ὑμῑν τοιήδε τις γίνοιτ' ἂν ἐπικουρίη ψυχρή», Ηρόδ.)4. (για πρόσ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από έλλειψη θέρμης, ενθουσιασμού («ψυχρὸς καὶ μελαγχολικός», Αριστοτ.)νεοελλ.φρ. α) «ψυχρό μέτωπο»(μετεωρ.) το πρόσθιο άκρο μιας κινούμενης, σχετικά ψυχρής, αέριας μάζαςβ) «ψυχρός πόλεμος» — βλ. πόλεμοςγ) «ψυχρή εκπομπή»φυσ. η απελευθέρωση ηλεκτρονίων από την επιφάνεια ενός υλικού εξαιτίας τής επίδρασης ενός ισχυρού ηλεκτρικού πεδίου, αλλ. εκπομπή πεδίουδ) «κακός, ψυχρός και ανάποδος» — άθλιος, ελεεινόςαρχ.1. (για εκφράσεις ή λόγους) ανιαρός, ανούσιος, άνοστος, κρύος («σκῶμμα... σφόδρα ψυχρόν», Εύπ.)2. μάταιος, ανωφελής, άκαρπος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψυχρόνη ψυχρολογία*.επίρρ...ψυχρώς / ψυχρῶς, ΝΜΑ, και ψυχρά Νκατά τρόπο ψυχρό (α. «μού μίλησε ψυχρά» β. «τοὺς γοῡν ψυχροὺς ψυχρῶς λέγουσι διαλέγεσθαι», Πλάτ.)νεοελλ.φρ. «κακά, ψυχρά και ανάποδα» — πολύ άσχημα, άθλια, ελεεινά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + επίθημα -ρός (πρβλ. κῦδος: κυδ-ρός, αἶσχος: αἰσχ-ρός), για ετυμολ. βλ. λ. ψύχω (ΙΙ)].
Dictionary of Greek. 2013.